- μετακοινος
- μετάκοινοςμετά-κοινος2совместный, общий
συνδαίτωρ μ. Aesch. — сотрапезник;
παντὴ δόμῳ μετάκοινοι, sc. Μοῖραι Aesch. — Мойры, безотлучные спутницы каждого дома
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνδαίτωρ μ. Aesch. — сотрапезник;
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
μετάκοινος — μετάκοινος, ον (Α) συμμέτοχος, κοινωνός («δαίμονες... παντί δόμῳ μετάκοινοι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κοινός (πρβλ. επί κοινος)] … Dictionary of Greek
μετάκοινος — sharing in common masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μετάκοινοι — μετάκοινος sharing in common masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κοινός — ή, ό (AM κοινός, ή, όν, Α αττ. ποιητ. τ. κοινός, όν) 1. αυτός που ανήκει σε πολλούς μαζί, που κατέχεται όμοια από πολλούς ή που χρησιμοποιείται από πολλούς, δημόσιος (α. «κοινή είσοδος» β. «τὸν ἥλιον τὸν κοινὸν ἡμῑν», Μεν.) 2. αυτός που… … Dictionary of Greek